Σωκρατικά

Σωκρατικά
Σωκρατικός
Socratic
neut nom/voc/acc pl
Σωκρατικά̱ , Σωκρατικός
Socratic
fem nom/voc/acc dual
Σωκρατικά̱ , Σωκρατικός
Socratic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σωκρατικάν — Σωκρατικά̱ν , Σωκρατικός Socratic fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωκρατικάς — Σωκρατικά̱ς , Σωκρατικός Socratic fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”